Να την πάλι, κάθεται κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, σκέφτεται ξανά και ξανά παρέα με αυτό το τραγούδι που κάνει τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο της τον εφιάλτη που τόσες νύχτες την κάνει να πετάγεται στον ύπνο της... Βαθιά μέσα της ξέρει το λόγος της ύπαρξης του και όμως δεν τον παραδέχεται... Τι να φοβάται άραγε; Τι να την κρατάει δέσμια; Κλείνει τα μάτια της, φέρνει τη μορφή του στο μυαλό της, τη μόνη μορφή που την κάνει να νιώθει για λίγο ήρεμη και ασφαλής, και ταξιδεύει στο πλευρό του έχοντας για συντροφιά τον ήχο της βροχής που χτυπάει ρυθμικά το τζάμι της μπαλκονόπορτας... Ξαφνικά ανοίγει τα μάτια της, φέρνει στο μυαλό της τον εφιάλτη που την έκανε να πεταχτεί τόσο απότομα και μη αντέχοντας στη σκέψη του, πέφτει πάνω στο μαξιλάρι της και αρχίζει να ουρλιάζει, μπήγοντας τα νύχια της στο κορμί της, τα δάκρυα τρέχουν χωρίς σταματημό και δεν την αφήνουν να ηρεμήσει ούτε στιγμή... Μέσα σε αυτό το χαμό ακούει τις τελευταίες νότες του τραγουδιού, με όση δύναμη της έχει απομείνει σηκώνεται και πατάει το replay πέφτοντας απαλά ξανά στο μαξιλάρι που τόσες νύχτες της κρατάει συντροφιά... Το τελευταίο δάκρυ κυλάει στο πρόσωπο της και γεμάτη γαλήνη πια απολαμβάνει το τραγούδι έχοντας πάλι τη μορφή του στο μυαλό της και νιώθοντας τον πλάι της να την προστατεύει... Όσο και να το κρύβει, βαθιά μέσα της ξέρει πως ίσως ποτέ πια να μην τον έχει στην αγκαλιά της, πως ίσως ποτέ πια να μην νιώσει την ανάσα του στο κορμί της και τα χείλη του να την αγγίζουν και όμως είναι τόσο αδύναμη που δεν μπορεί να τον βγάλει από το μυαλό της και δίχως να γνωρίζει τι άλλο να κάνει κλείνει τα μάτια της και ο ύπνος την παίρνει αργά αργά στην αγκαλιά του μεταφέροντας την στα γαλανά καθάρια νερά του παλατιού του...